- καθαπερει
- καθαπερείκᾰθᾰπερ-εί
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
καθάπερ — (AM καθάπερ, Α και καθαπερεί και καθαπερανεί, ιων. τ. κατάπερ) (αντί καθ ἅπερ) 1. καθώς, όπως ακριβώς («καθάπερ αὐτὸς ἐπριάμην», Δημοσθ.) 2. ωσάν, σαν («μάχαιραν καθάπερ» σαν μαχαίρι, Πορφύρ.) … Dictionary of Greek